Είναι η τσιγκουνιά οικονομία ή αρρώστια; Τι απαντάνε ο Θεός, ο Χριστός – Christianity Art
ΔΩΡΕΑΝ μεταφορικά για παραγγελίες από 59€
ΤΗΛ. ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ
210 3210840

Είναι η τσιγκουνιά οικονομία ή αρρώστια; Τι απαντάνε ο Θεός, ο Χριστός και οι Άγιοι;

Ας μην αναπαράγουμε στερεότυπα. Τσιγγούνης δεν είναι ο φτωχός και σπάταλος ο πλούσιος. Υπάρχει και μια κατάσταση κάπου στη μέση, η γενναιοδωρία, γιατί ο τσιγγούνης δεν είναι οικονόμος, αλλά μια ψυχή πονεμένη που δεν έχει μάθει να δίνει. Τσιγγούνης λοιπόν είναι αυτός που δεν θέλει να δίνει και συχνά ο άνθρωπος που τσιγκουνεύεται στα χρήματα, είναι και τσιγγούνης στα αισθήματα. Μια λαϊκή παροιμία λέει ότι «πλούσιος είναι ο άνθρωπος που έχει έστω τα λίγα χρήματα για να κερνάει τους φίλους του.»

Ο Χριστός, λίγο διάστημα πριν οδηγηθεί στα πάθη και την Ανάστασή Του, καθόταν απέναντι από τον Ναό του Σολομώντα και συζητούσε με τους μαθητές Του για το ποιος μπορεί να σωθεί και ποιος δείχνει αληθινή αγάπη. Εκείνη την ώρα έβλεπαν πολύ κόσμο να περνάει από το κουτί που είχαν για συντήρηση του ναού και τους φτωχούς. Έρχονταν πολλοί πλούσιοι και έριχναν μεγάλα ποσά.

Ήρθε και μια φτωχή χήρα, η οποία δεν είχε ουσιαστικά τίποτα δικό της. Έριξε όμως στο κουτί ένα πολύ μικρό νόμισμα, έναν κοδράντη (δίλεπτο, κάτι σαν τρία λεπτά δικά μας). Φώναξε τότε ο Ιησούς τους μαθητές Του και τους είπε: «Σας βεβαιώνω ότι αυτή η χήρα η φτωχή έριξε περισσότερα απ’  όσα έριξαν όλοι οι άλλοι στο κουτί του Ναού. Γιατί όλοι οι άλλοι έριξαν στο κουτί από αυτό που τους περίσσευε, ενώ η χήρα έριξε από αυτό που στερούνταν, δηλαδή ουσιαστικά όλη της την περιουσία». (Μάρκ. 12, 41-44)

Στις Παροιμίες 11:24 (Παλαιά Διαθήκη) υπάρχει αυτό το υπέροχο εδάφιο «Οι μεν σκορπίζουσι, και όμως περισσεύονται· οι δε παρά το δέον φείδονται, και όμως έρχονται εις ένδειαν.» Δηλαδή οι γενναιόδωροι, σκορπίζουν τα υλικά τους και πάντα έχουν οι τσιγγούνηδες κάνουν συνέχεια οικονομία και πάντα έχουν ανάγκες που δεν ικανοποιούνται. 


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΣΙΓΓΟΥΝΙΑ

Είπαν κάποτε στον Άγιο Παϊσιο: «Μερικοί, Γέροντα, από την τσιγγουνιά μένουν νηστικοί».

– Μόνον νηστικοί; Ήταν ένας έμπορος πλούσιος που είχε ένα μεγάλο εμπορικό και έκοβε με τον σουγιά στα τρία εκείνα τα σπίρτα τα πλακέ!

Μια άλλη πολύ πλούσια είχε ένα θειαφοκέρι. Κρατούσε κάρβουνα και έπαιρνε με το θειαφοκέρι από τα κάρβουνα να ανάψει τη φωτιά, για να μην ξοδέψει κανένα σπίρτο. Και είχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία.

Δεν λέω να είναι κανείς σπάταλος, αλλά τουλάχιστον, όταν κάποιος είναι σπάταλος, αν του ζητήσεις κάτι, εύκολα θα σου το δώσει. Αν είναι τσιγγούνης, θα λυπάται να σου το δώσει.

Ήταν μια φορά δυο νοικοκυρές και συζητούσαν στη γειτονιά για σαλάτες, για ξίδια και πάνω στη συζήτηση είπε η μια: «Έχω πολύ καλό ξίδι».

Μια φορά χρειάσθηκε η άλλη η φουκαριάρα λίγο ξίδι και πήγε να της ζητήσει. «Άκου εδώ, της λέει εκείνη, εγώ, αν το έδινα, δεν θα είχα ξίδι επτά χρόνων!».

Καλά είναι να κάνει οικονομία κανείς και να δίνη. Οικονόμος δεν θα πει τσιγγούνης.

Ό πατέρας μου χρήματα δεν κρατούσε. Στα Φάρασα δεν είχαν ξενοδοχείο- το σπίτι μας ήταν σαν ξενοδοχείο. Όποιος ερχόταν στο χωριό, στον πρόεδρο θα πήγαινε να μείνει. Θα έτρωγε, θα του έπλεναν τα πόδια, θα του έδιναν και κάλτσες καθαρές.

Τώρα, βλέπω ότι και σε μερικά προσκυνήματα έχουν αποθήκες ολόκληρες με κανδήλια και δεν λένε: «Έχουμε, μη μας δίνετε άλλα».

Αυτά ούτε μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, ούτε να τα πουλήσουν, αλλά ούτε και τα δίνουν.

Οταν αρχίσει να μαζεύει κανείς, δένεται και δεν μπορεί να δώσει. Αν όμως αρχίσει να μη μαζεύει πράγματα και τα δίνει, τότε θα μαζευτεί η καρδιά στον Χριστό, χωρίς να το καταλάβει.

Μια χήρα να μην έχει χρήματα να αγοράσει έναν πήχη ύφασμα να ντύσει τα παιδιά της, και εγώ να μαζεύω! Πώς να το ανεχθώ αυτό;

Στο Καλύβι δεν έχω ούτε πιάτα ούτε κατσαρόλια, τενεκεδάκια έχω.

Προτιμώ ένα πεντακοσάρικο να το δώσω σε έναν φοιτητή, να πάει από το ένα μοναστήρι στο άλλο, παρά να πάρω κάτι για μένα.

Αν δεν μαζεύεις, έχεις ευλογία από τον Θεό.

Οταν δίνης ευλογία, παίρνεις ευλογία. Η ευλογία γεννάει ευλογία.

Γέροντα, είναι δυο αδελφάκια· το μικρό δίνει, ενώ το μεγάλο δεν δίνει.

– Να μάθουν οι γονείς και στο μεγάλο να γλυκαίνεται από το να δίνει. Αν το μεγάλο δούλεψη πάνω σ’ αυτό, θα έχει μεγαλύτερο μισθό από το μικρό που από τη φύση του δίνει, και θα γίνει καλύτερο.

Γέροντα, πώς θα απαλλαγή κανείς από την στενότητα της καρδιάς, από τη δυσκολία που έχει να δίνει;

-Τι, είσαι τσιγγούνα; Θα σε πετάξω έξω! Και στη διακονία, λ.χ. όταν είσαι στο αρχονταρίκι, να πάρεις μια γενική ευλογία, για να μπορείς να δίνης. Βλέπεις και ο Θεός πόσο άφθονα δίνει σε όλους τις ευλογίες Του; Αν δεν συνηθίσει να δίνει κανείς, μαθαίνει στην τσιγγουνιά και δυσκολεύεται μετά να δώσει.

Ο φιλάργυρος είναι «κουμπαράς»· μαζεύει αυτός, για να τα βρουν οι άλλοι. Χάνει έτσι τη χαρά του δοσίματος και τη θεία ανταπόδοση.

Λέω σε έναν πλούσιο μια φορά:

– Τι τα μαζεύεις; Υποχρεώσεις δεν έχεις. Τι θα τα κάνεις;

– Εδώ θα μείνουν, μου λέει, όταν πεθάνω.

– Εγώ σου δίνω ευλογία, του λέω, να τα πάρεις επάνω όλα!

– Εδώ θα μείνουν, ξαναλέει. Άμα πεθάνω, ας τα πάρουν οι άλλοι.

– Εμ, εδώ θα μείνουν, του λέω. Ο σκοπός είναι να τα δώσεις με τα ίδια σου τα χέρια τώρα που ζεις!

 

Ο πλεονέκτης αγοράζει την Κόλαση

Δεν υπάρχει πιο ανόητος άνθρωπος από τον πλεονέκτη, που μαζεύει συνέχεια και ζει συνέχεια με στέρηση και τελικά αγοράζει την κόλαση με τις συγκεντρωμένες του οικονομίες.

Το έχει τελείως χαμένο, γιατί δεν δίνει και χάνεται με υλικά πράγματα, οπότε χάνει τον Χριστό.

Τον τσιγγούνη τον κοροϊδεύουν και οι άλλοι.

Ήταν ένας πολύ πλούσιος κτηματίας· είχε χωράφια σε μια επαρχία, είχε και στην Αθήνα διαμερίσματα, άλλα ήταν πολύ τσιγγούνης.

Μια φορά έφτιαξε μια χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, για να φάνε οι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του.

Παλιά δούλευαν οι καημένοι από το πρωί, πριν βγει ο ήλιος, μέχρι να βασιλέψει.

Το μεσημέρι που σταμάτησαν λίγο, για να ξεκουρασθούν, άδειασε το αφεντικό μέσα σε έναν ταβά τη φασολάδα και φώναξε τους εργάτες να φάνε.

Κάθισαν γύρω-γύρω οι καημένοι οι εργάτες και άρχισαν να τρώνε· πότε έπιαναν με το κουτάλι από κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί!

Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνει το κουτάλι του και πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες του, τις κάλτσες του και προχωράει να μπει μέσα στον ταβά.

– Τι κάνεις; του λένε οι άλλοι.

– Λέω να μπω μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι! τους λέει.

Τόσο τσιγγούνης ήταν εκείνος ο ταλαίπωρος.

Γι’ αυτό, χίλιες φορές να τον κυριέψει η σπατάλη τον άνθρωπο παρά η τσιγγουνιά.

Απόσπασμα από το βιβλίο, Γέροντος Παϊσίου, “Πνευματική αφύπνιση”, Λόγοι β’, έκδοση Ιερόν Ησυχαστήριον “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης

Προσθήκη σχολίων για την παραγγελία
Προσθήκη Κωδικού Έκπτωσης

Προσθέστε συσκευασία δώρου

Αναζήτηση