Πως θα αποστηθίσετε μια προσευχή, έναν ψαλμό, ένα κεφάλαιο από την Αγία Γραφή για ώρα … ανάγκης;
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ (Κείμενο και Μετάφραση):
"Προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν (= φανέρωση) της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ός έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, ίνα λυτρώσηται ημάς από πάσης ανομίας και καθαρίσει εαυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων (Τίτον 2/β: 13-14).
(Μετάφραση: περιμένοντες την απερίγραπτον μακαριότητα, που ελπίζομεν, και την φανέρωσιν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος παρέδωκε τον εαυτόν Του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν μας, δια να μας εξαγοράση από την ενοχήν κάθε παραβάσεως του Νόμου, να μας καθαρίση από κάθε μολυσμόν, ώστε να συγκρατήση δια τον εαυτόν του λαόν εκλεκτόν, γεμάτον ζήλον δια καλά έργα).
"Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού, τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνη του Θεού ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού" (Β΄ Πέτρου 1/α: 1).
(Μετάφραση: Ο Σίμων Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού προς εκείνους, στους οποίους εδόθη δωρεάν, σαν δια λαχνού, η ιδία κατά την αξίαν και την τιμήν πίστις, που εδόθη και εις ημάς, ένεκα της αμερολήπτου δικαιοσύνης του Ιησού Χριστού, του Θεού μας και Σωτήρος).
"Όπως ενδοξασθή το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν υμίν, και υμείς εν αυτώ, κατά την χάριν του Θεού ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού" (Β΄ Θεσσαλονικείς 1/α: 12).
(Μετάφραση: δια να δοξασθή μεταξύ σας με τα καλά αυτά έργα σας το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να δοξασθήτε δε και σεις δι' αυτού, σύμφωνα με την χάριν του Θεού μας και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού).
«Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος». Ούτος ήν εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. (Ιωάννης 1/α: 1-3).
[Μετάφραση: Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και ο Λόγος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν (ηνωμένος προς Αυτόν), και ο Λόγος ήτο Θεός απειροτέλειος (όπως ακριβώς ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα). Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν. Όλα τα δημιουργήματα έγιναν δι' Αυτού και χωρίς Αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει].
«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ• ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάννης 20/κ: 28).
(Μετάφραση: Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν• “Πιστεύω, Κύριε, ότι συ είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”).
«Οίδαμεν δε ότι ο υιος του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν• και εσμεν εν τω αληθινω, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. ούτος εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» (Α' Ιωάννου 5/ε: 20).
(Μετάφραση: Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν. Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής).
«Ών οι πατέρες, και εξ ών ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ών επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας• αμήν» (Ρωμαίους 9/θ: 5).
[Μετάφραση: Αυτοί, των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι υπεράνω όλων Θεός (δηλ. Κύριος και Εξουσιαστής όλων), άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους αιώνας. Αμήν].
«ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιππησίους 2,6-7)
[Μετάφραση: Ο οποίος Ιησούς Χριστός αν και υπήρχε με μορφή Θεού, δεν θεώρησε αρπαγμό (=ευκαιρία προς ίδιον όφελος) το να είναι ίσα με τον Θεό (Πατέρα), αλλά άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου, γινόμενος όμοιος με τους ανθρώπους].
«Δια τούτο ούν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε το σάββατον, αλλά και Πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ»
Μετάφραση: «Αλλά γι’ αυτό οι Ιουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να τον θανατώσουν (τον Ιησού Χριστό), διότι, όχι μόνο καταργούσε το Σάββατο, αλλά και έλεγε δικό του Πατέρα τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσο με τον Θεό (Πατέρα)» (ΙΩΑΝ. Ε:18).
Από τον προηγηθέντα λόγο τού Ιησού «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (στίχ.17), οι Ιουδαίοι κατάλαβαν, ότι ο Ιησούς ονόμαζε τον Θεό Πατέρα του με αποκλειστική έννοια, «ίδιον Πατέρα», δικό του Πατέρα, φυσικό του Πατέρα, και έτσι έκανε τον εαυτό του «ίσον τω Θεώ», εξίσωνε δηλαδή τον εαυτό του με τον Θεό.
Ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον», αυτό δεν ήτο αληθές. Πώς ήτο δυνατόν να καταργεί το Σάββατο εκείνος, ο οποίος εις την επί τού Όρους Ομιλία τόνισε «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τούς προφήτας• ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι»; (ΜΑΤΘ. Ε:17). Κακώς οι νοσηροί και σχολαστικοί Ιουδαίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς «έλυε το σάββατον». Το άλλο όμως, ότι δηλαδή ο Ιησούς ονόμαζε τον Θεό «ίδιον Πατέρα», δικό του Πατέρα, και έτσι έκανε τον εαυτό του «ίσον τω Θεώ», ίσο με τον Θεό, ΟΡΘΩΣ το αντελήφθησαν οι Ιουδαίοι. Πραγματικώς ο Ιησούς έχει τον Θεό «ίδιον Πατέρα», όπως κατά το ΡΩΜ. Η:32 ο Θεός έχει τον Χριστό «ίδιον Υιό». Ο Απόστολος βροντοφωνάζει: «Ός γε τού ιδίου Υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν». Ο Θεός για εμάς τους ανθρώπους δεν λυπήθηκε τον ίδιο του τον Υιό, αλλά τον θυσίασε.
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, 2. επ’ εσχάτου τών ημερών τούτων ελάλισεν ημίν εν Υιώ, όν έθηκεν κληρονόμον πάντων, δι’ ού και τούς αιώνας εποίησεν» δηλαδή «Αφού ο Θεός τούς παλαιούς καιρούς πολλές φορές και με πολλούς τρόπους μίλησε εις τούς προγόνους μας δια τών προφητών, 2. τις έσχατες αυτές ημέρες μίλησε εις εμάς δια τού Υιού (κατά τρόπον δηλαδή ανώτερον εν συγκρίσει με αυτόν τής Παλαιάς Διαθήκης). Αυτόν κατέστησε κληρονόμο όλων. Δι’ αυτού δημιούργησε και την κτίση» (ΕΒΡ. Α:1-2).
Στη συνέχεια παραθέτουμε μεταφρασμένα μερικά αποσπάσματα από την Καινή Διαθήκη:
«Εσήκωσαν πάλιν πέτρας οι Ιουδαίοι δια να λιθοβολήσουν τον Ιησού Χριστό. Ο Ιησούς τότε τους είπε:
Πολλά καλά έργα σάς έδειξα από τον Πατέρα μου, δια ποιον έργον από αυτά με λιθοβολείτε;
Άπεκρίθησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι:
Δεν σε λιθοβολούμεν δια κάποιο καλόν έργον, αλλά δια βλασφημίαν, διότι συ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάμνεις τον εαυτόν σου Θεόν.
Ο Ιησούς τους απεκρίθη:
… Εάν δεν κάμνω τα έργα του Πατρός μου, μη με πιστεύετε. Εάν τα κάμνω, τότε, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εις εμέ, πιστεύσατε εις τα έργα, δια να γνωρίσετε και πιστεύσετε ότι ο Πατήρ μου είναι εν εμοί και εγώ εν αυτώ» (Ιωάννης 10,31-38).
«Πάλιν ο αρχιερεύς τον ηρώτησε και του είπε:
Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ευλογητού; Ο δε Ιησούς είπε:
Εγώ είμαι˙ και θα ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να κάθηται εις τα δεξιά της δυνάμεως και να έρχεται επάνω εις τα σύννεφα του ουρανού.
Ο αρχιερεύς έσχισε τα ενδύματα του και είπε:
Τι ανάγκην έχομεν πλέον από μάρτυρας; Ακούσατε την βλασφημίαν» (Μάρκος 14,61-64· Παράβαλλε Και Ματθαίος 26,63-65. Λουκάς 22,70-71. Ιωάννης 5,18. 4,26).
Τα χωρία αυτά μαρτυρούν σαφώς, ότι ο ίδιος ο Χριστός ομολογεί τον εαυτόν Του Θεόν. Αυτή ήτο και η αιτία δια την οποίαν οι άνθρωποι τον κατεδίκασαν (Ιωάννης 10,33). Και ο Κύριος παραδέχεται την κατηγορίαν και την διακηρύσσει ως μοναδικήν αλήθειαν:
«Ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με» (Ιωάννης 12,45. 14,9). «Εγώ και ο πατήρ εν εσμέν» (Ιωάννης 10,30). «Εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί» (Ιωάννης 14,10. 20. 17,21-23). «Ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» (Ιωάννης 14,10). «Όλα μου παρεδόθησαν από τον πατέρα» (Ματθαίος 11,27. Ιωάννης 3,35). «Μου εδόθη πάσα εξουσία εις τον ουρανόν και την γην» (Ματθαίος 28,18).
«Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 1,8. Παράβαλλε Και 22,13).
Ο Ύμνος της Αγάπης
Ο Ύμνος της Αγάπης, όπως είναι γνωστή στον χριστιανικό κόσμο το τμήμα του 13ου Κεφαλαίου της της Προς Κορινθίους Α’ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς την παλαιοχριστιανική αδελφότητα της Αρχαίας Κορίνθου και διασώζεται μέσω της Καινής Διαθήκης, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Σύμφωνα με την επιστολή του Αποστόλου Παύλου, το δώρο της αγάπης έχει τόσο μεγάλη αξία που ξεπερνά κάθε αρετή. Ο Απόστολος Παύλος, επισημαίνει ότι η αγάπη είναι η επιθυμία για την καλοσύνη και την ευτυχία. Αποτελεί ένα ειλικρινές κατόρθωμα του εαυτού μας, αφού από αυτήν αντλούμε την δύναμη να ξεπεράσουμε τον εγωισμό μας (οὐ λογίζεται τὸ κακόν 13:5). Υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της Πίστης μέσα από μια αδιάκριτη εμπιστοσύνη (πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει 13:7).
Ελληνιστική κοινή
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται, είτε γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις καταργηθήσεται. Εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος έλάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη».
Νεοελληνική Γλώσσα
«Αν ξέρω να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε έγινα σαν ένας άψυχος χαλκός που βουίζει ή σαν κύμβαλο που ξεκουφαίνει με τους κρότους του. Και αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ με τη δύναμη της ακόμη και τα βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε απολύτως.
Και αν πουλήσω όλη την περιουσία μου για να χορτάσω με ψωμί όλους τους φτωχούς, και αv παραδώσω το σώμα μου για να καεί, αλλά αγάπη δεν έχω, τότε σε τίποτε δεν ωφελούμαι.
Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν ξιπάζεται (= δεν καυχιέται), δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει.
Αν υπάρχουν ακόμα προφητείες, θα έλθει μέρα που και αυτές θα καταργηθούν αν υπάρχουν χαρίσματα γλωσσών και αυτά θα σταματήσουν αν υπάρχει γνώση και αυτή θα καταργηθεί. Γιατί τώρα έχουμε μερική και όχι τέλεια γνώση και προφητεία• όταν όμως έλθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα ως νήπιο, σκεφτόμουν ως νήπιο, έκρινα ως νήπιο. Όταν έγινα άνδρας, κατάργησα τη συμπεριφορά του νηπίου. Τώρα βλέπουμε σαν σε καθρέπτη και μάλιστα θαμπά, τότε όμως θα βλέπουμε το ένα πρόσωπο το άλλο πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος από την αλήθεια, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώση, όπως ακριβώς γνωρίζει και εμένα ο Θεός. Ώστε τώρα μας απομένουν τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Πιο μεγάλη όμως από αυτά είναι η αγάπη».